παροιμιωδῶς

παροιμιωδῶς
παροιμιώδης
proverbial
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παροιμιώδης — ες, ΝΜΑ [παροιμία] 1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός νεοελλ. 1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστος («παροιμιώδης κακία») 2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστος («παροιμιώδης πλούτος»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • εννεάψυχος — ἐννεάψυχος, ον (Α) 1. αυτός που έχει εννέα ψυχές, εννιάψυχος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κύων παροιμιωδῶς» …   Dictionary of Greek

  • ισθμιάζω — ἰσθμιάζω (Α) 1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες 2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει καταπίνεται ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.) 3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός»… …   Dictionary of Greek

  • λείβηθρον — λείβηθρον, τὸ (ΑM) 1. υγρός τόπος, τόπος με υγρασία 2. διώρυγα αρχ. 1. (ως τοπωνύμιο) τὸ Λείβηθρον ορεινή περιοχή τής Θράκης, όπου κατοικούσε ο Ορφέας 2. παροιμ. «ᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων» και «Λειβηθρίων άνοητότεροι» λεγόταν επειδή οι… …   Dictionary of Greek

  • μαραθωνομάχος — ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης) 1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα 2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + μάχος (< μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παροιμιακός — ή, ό / παροιμιακός, ή, όν, ΝΑ [παροιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν (ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού …   Dictionary of Greek

  • παροιμιωδούμενον — το, Μ το λεγόμενο παροιμιωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροιμία + ᾠδή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”